οιωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οιωνισμός | οι | οιωνισμοί |
| γενική | του | οιωνισμού | των | οιωνισμών |
| αιτιατική | τον | οιωνισμό | τους | οιωνισμούς |
| κλητική | οιωνισμέ | οιωνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οιωνισμός < (ελληνιστική κοινή) οἰωνισμός / οἰώνισμα < αρχαία ελληνική οἰωνίζομαι < οἰωνός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.o.niˈzmos/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη οιωνός
Μεταφράσεις
οιωνισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.