κληδών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κληδων-, κληδον-
ονομαστική κληδών αἱ κληδόνες
      γενική τῆς κληδόνος τῶν κληδόνων
      δοτική τῇ κληδόν ταῖς κληδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κληδόν τὰς κληδόνᾰς
     κλητική ! κληδών κληδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κληδόνε
γεν-δοτ τοῖν  κληδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κληδών < κλέω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κληδών, -όνος θηλυκό

  1. οιωνός, μαντικό σημάδι
  2. προμήνυμα
  3. φήμη
  4. είδηση
  5. δόξα
  6. επίκληση
  7. όνομα

Συγγενικά

  • δυσκληδόνιστος
  • κλήδην
  • κληδονίζω
  • κληδόνιος
  • κληδόνισμα
  • κληδονισμός
  • προκληδονίζομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.