ένδειξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ένδειξη | οι | ενδείξεις |
| γενική | της | ένδειξης* | των | ενδείξεων |
| αιτιατική | την | ένδειξη | τις | ενδείξεις |
| κλητική | ένδειξη | ενδείξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ενδείξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ένδειξη < αρχαία ελληνική ἔνδειξις < ἐνδείκνυμι < ἐν + δείκνυμι
Ουσιαστικό
ένδειξη θηλυκό
- οτιδήποτε δείχνει κάτι
- ό,τι μάς κάνει να πιθανολογήσουμε την εξέλιξη ή την έκβαση μιας υπόθεσης, φαινομένου κ.λπ.
- χαρακτηριστική σήμανση σε όργανο, συσκευή κ.λπ. που ρυθμίζει τη λειτουργία του, μας πληροφορεί γι’ αυτή ή μας δίνει διάφορες πληροφορίες
- η μέτρηση που μας δίνει κάποιο όργανο, συσκευή κ.λπ.
- (ιατρική) οτιδήποτε μας δείχνει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα ή ασθένεια και πρέπει ν ακολουθηθεί η σχετική θεραπεία ή αγωγή
- → δείτε τη λέξη αντένδειξη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δείχνω
Μεταφράσεις
ένδειξη
η μέτρηση που μας δίνει κάποιο όργανο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.