κλήδονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλήδονας οι κλήδονες
      γενική του κλήδονα των κληδόνων
    αιτιατική τον κλήδονα τους κλήδονες
     κλητική κλήδονα κλήδονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλήδονας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλήδονας < αρχαία ελληνική κληδών (μαντικό σημάδι) + -ας < κλέω < κλέος < πρωτοελληνική *kléwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱléwos < *ḱlew- (ακούω) +‎ *-os

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkli.ðo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλήδονας

Ουσιαστικό

κλήδονας αρσενικό

  1. μαντικό παιχνίδι
  2. λαϊκό έθιμο που επιβιώνει από την αρχαιότητα και τελείται στις 23 Ιουνίου (παραμονή της εορτής του γενέσιου του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο), σύμφωνα με το οποίο αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου
      Τα μονοκοτυλήδονα / και τα δικοτυλήδονα / ανθίζανε στον κάμπο, / σου το 'χαν πει στον κλήδονα / και σμίξαμε φιλήδονα /τα χείλη μας, Μαλάμω! (Γιώργος Σεφέρης, Δημοτικό τραγούδι, από τη συλλογή Στροφή)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.