οιωνοσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οιωνοσκοπία | οι | οιωνοσκοπίες |
| γενική | της | οιωνοσκοπίας | των | οιωνοσκοπιών |
| αιτιατική | την | οιωνοσκοπία | τις | οιωνοσκοπίες |
| κλητική | οιωνοσκοπία | οιωνοσκοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οιωνοσκοπία < (ελληνιστική κοινή) οἰωνοσκοπία < αρχαία ελληνική οἰωνοσκόπος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- οιωνοσκόπος
- → δείτε τις λέξεις οιωνός και σκοπώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.