διοσημία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διοσημία | οι | διοσημίες |
| γενική | της | διοσημίας | των | διοσημιών |
| αιτιατική | τη | διοσημία | τις | διοσημίες |
| κλητική | διοσημία | διοσημίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διοσημία < αρχαία ελληνική Διοσημία < Ζεύς + σῆμα + -ία
Ουσιαστικό
διοσημία θηλυκό
- ασυνήθιστο μετεωρολογικό φαινόμενο που ερμηνεύεται σαν οιωνός (θεϊκό σημάδι)
Μεταφράσεις
διοσημία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.