οιωνοσκόπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | οιωνοσκόπος | οι | οιωνοσκόποι |
| γενική | του | οιωνοσκόπου | των | οιωνοσκόπων |
| αιτιατική | τον | οιωνοσκόπο | τους | οιωνοσκόπους |
| κλητική | οιωνοσκόπε | οιωνοσκόποι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οιωνοσκόπος < αρχαία ελληνική οἰωνοσκόπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.o.noˈsko.pos/
Ουσιαστικό
οιωνοσκόπος αρσενικό
- άτομο που του αποδίδεται η ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να ερμηνεύει οιωνούς, προβλέποντας το μέλλον
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.