προοιωνίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προοιωνίζομαι < προ- + αρχαία ελληνική οἰωνίζομαι < οἰωνός

Ρήμα

προοιωνίζομαι, αόρ.: προοιωνίστηκα, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο (αποθετικό ρήμα)

  • δίνω ενδείξεις ή σημάδια για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον
    οι πρόσφατες ελάχιστες βροχές προοιωνίζονται κι άλλη χρονιά ξηρασίας

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.