ξαναμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξαναμμένος η ξαναμμένη το ξαναμμένο
      γενική του ξαναμμένου της ξαναμμένης του ξαναμμένου
    αιτιατική τον ξαναμμένο την ξαναμμένη το ξαναμμένο
     κλητική ξαναμμένε ξαναμμένη ξαναμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξαναμμένοι οι ξαναμμένες τα ξαναμμένα
      γενική των ξαναμμένων των ξαναμμένων των ξαναμμένων
    αιτιατική τους ξαναμμένους τις ξαναμμένες τα ξαναμμένα
     κλητική ξαναμμένοι ξαναμμένες ξαναμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξαναμμένος: Μορφολογικά αναλύεται σε ξ- + αναμμένος

Προφορά

ΔΦΑ : /ksa.naˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξαναμμένος

Μετοχή

ξαναμμένος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τους όρους ξε- και ανάβω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.