αναψοκοκκινισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναψοκοκκινισμένος | η | αναψοκοκκινισμένη | το | αναψοκοκκινισμένο |
| γενική | του | αναψοκοκκινισμένου | της | αναψοκοκκινισμένης | του | αναψοκοκκινισμένου |
| αιτιατική | τον | αναψοκοκκινισμένο | την | αναψοκοκκινισμένη | το | αναψοκοκκινισμένο |
| κλητική | αναψοκοκκινισμένε | αναψοκοκκινισμένη | αναψοκοκκινισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναψοκοκκινισμένοι | οι | αναψοκοκκινισμένες | τα | αναψοκοκκινισμένα |
| γενική | των | αναψοκοκκινισμένων | των | αναψοκοκκινισμένων | των | αναψοκοκκινισμένων |
| αιτιατική | τους | αναψοκοκκινισμένους | τις | αναψοκοκκινισμένες | τα | αναψοκοκκινισμένα |
| κλητική | αναψοκοκκινισμένοι | αναψοκοκκινισμένες | αναψοκοκκινισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αναψοκοκκινισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.