ξανάβω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξανάβω < αρχαία ελληνική ἐξανάπτω

Ρήμα

ξανάβω, παθ. μτχ.: ξαναμμένος

  1. (αμετάβατο) αναψοκοκκινίζω
  2. (αμετάβατο) παθαίνω έξαψη
  3. (μεταβατικό) διεγείρω, ερεθίζω, εξάπτω

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.