ξάναμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξάναμμα τα ξανάμματα
      γενική του ξανάμματος των ξαναμμάτων
    αιτιατική το ξάναμμα τα ξανάμματα
     κλητική ξάναμμα ξανάμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξάναμμα μεσαιωνική ελληνική < ξανάβω < ἐξανάπτω (αναρτώ και ξανανάβω)

Ουσιαστικό

ξάναμμα ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) η έξαψη, η αίσθηση καύσου που συχνά (αλλά όχι πάντα) συνοδεύεται από ερυθρότητα στο πρόσωπο, το αναψοκοκκίνισμα
  2. ταραχή από οργή ή θυμό
  3. ευχάριστη οργανική αναστάτωση, διέγερση ερωτική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.