ξάναμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξάναμμα | τα | ξανάμματα |
| γενική | του | ξανάμματος | των | ξαναμμάτων |
| αιτιατική | το | ξάναμμα | τα | ξανάμματα |
| κλητική | ξάναμμα | ξανάμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξάναμμα μεσαιωνική ελληνική < ξανάβω < ἐξανάπτω (αναρτώ και ξανανάβω)
Ουσιαστικό
ξάναμμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η έξαψη, η αίσθηση καύσου που συχνά (αλλά όχι πάντα) συνοδεύεται από ερυθρότητα στο πρόσωπο, το αναψοκοκκίνισμα
- ταραχή από οργή ή θυμό
- ευχάριστη οργανική αναστάτωση, διέγερση ερωτική
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξάναμμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.