μούχλας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmu.xlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μού‐χλας
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μούχλας | οι | μούχλες |
| γενική | του | μούχλα | — | |
| αιτιατική | τον | μούχλα | τους | μούχλες |
| κλητική | μούχλα | μούχλες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- μούχλας < μούχλ(α) + -ας
Ετυμολογία 2
- μούχλας: κλιτικός τύπος
Πηγές
- μούχλας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.