ομφαλοσκόπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ομφαλοσκόπος οι ομφαλοσκόποι
      γενική του/της ομφαλοσκόπου των ομφαλοσκόπων
    αιτιατική τον/την ομφαλοσκόπο τους/τις ομφαλοσκόπους
     κλητική ομφαλοσκόπε ομφαλοσκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομφαλοσκόπος < ομφαλοσκοπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

ομφαλοσκόπος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.