βαριεστημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαριεστημένος η βαριεστημένη το βαριεστημένο
      γενική του βαριεστημένου της βαριεστημένης του βαριεστημένου
    αιτιατική τον βαριεστημένο τη βαριεστημένη το βαριεστημένο
     κλητική βαριεστημένε βαριεστημένη βαριεστημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαριεστημένοι οι βαριεστημένες τα βαριεστημένα
      γενική των βαριεστημένων των βαριεστημένων των βαριεστημένων
    αιτιατική τους βαριεστημένους τις βαριεστημένες τα βαριεστημένα
     κλητική βαριεστημένοι βαριεστημένες βαριεστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαριεστημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαριεστάω (χάνω την υπομονή μου) <  και δείτε τη λέξη βαριεστίζω. Γραφή με -ιε- με επίδραση του συνώνυμου βαριέμαι[1]
Επίσης με γραφή βαργεστημένος < βαργεστώ, βαργεστίζω[2][3] (κατά την τουρκική vazgeçmek) & βασγεστώ.
Δε σχετίζεται ετυμολογικά με το βαριέμαι < βαρέω

Προφορά

ΔΦΑ : /vaɾ.ʝe.stiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαριεστημένος

Μετοχή

βαριεστημένος, -η, -ο

  • βαριεστισμένος / βαργεστισμένος [3]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. βαριεστημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «βαργεστώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. «βαργεστῶ» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.