νωθρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νωθρά < νωθρός

Επίρρημα

νωθρά

  1. αργά και τεμπέλικα
  2. (για σκέψη) αποφεύγοντας περίπλοκους συλλογισμούς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

νωθρά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.