ναι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ναι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ναί
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈne/
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ναι
Ουσιαστικό
ναι ουδέτερο άκλιτο
- (μεταφορικά) καταφατική απάντηση
- ↪ Αυτό ήταν ναι ή όχι;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.