μην

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μην < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μήν < αρχαία ελληνική μή[1]

Μόριο

μην ή μη

  1. (αρνητικό) σε κύριες προτάσεις δηλώνει:
  2. (αρνητικό) σε δευτερεύουσες προτάσεις δηλώνει:
  3. (ερωτηματικό) σε ευθείες ερωτήσεις δηλώνει απορία, προσδοκία
    μην είδατε την αγάπη μου;
  4. (μόνο το μη) με μετοχές, ουσιαστικά ή επίθετα δηλώνει την αρνητική τους σημασία
    μη θέλοντας, ο μη εργαζόμενος, μη πόλεμος, μη αναγνωρίσιμος

Σημειώσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.