no

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /noʊ/
ΔΦΑ : /nəʊ/

Επίρρημα

no (en) (χωρίς παραθετικά)

  • δεν, χρησιμοποιείται πριν από επίθετα και επιρρήματα με την ίδια σημασία του not
    I am feeling no better.
    Δεν νιώθω καλύτερα.

Μόριο

no (en)

  • όχι, χρησιμοποιείται για να δώσει αρνητική απάντηση ή δήλωση
    No, not me!
    Όχι, όχι εγώ!
    -“Should we go on a walk?” -“No, I’d rather go to the cinema.”
    -«Πάμε βόλτα;» -«Όχι, καλύτερα να πάμε σινεμά.»
    -“Will you have a small drink?” -“I wouldn’t say no.”
    -«Θα πιεις ένα ποτηράκι;» -«Δε θα ΄λεγα όχι

Συνώνυμα

Αντώνυμα

  •  δείτε τη λέξη yes

Ουσιαστικό

no (en)

  1. το όχι, ένα περιστατικό του όχι
    He said a clear no.
    Είπε ένα ξεκάθαρο όχι.
  2. (the noes, μόνο πληθυντικός) ο συνολικός αριθμός των ατόμων που ψήφισαν «όχι» σε μια επίσημη συζήτηση
    The noes have it.
    Τα «όχι» πήραν την πλειοψηφία.

Προσδιοριστής

no (en)

  1. κανείς, ούτε ένας
    No teacher/no method/no book can help you if…
    Κανένας δάσκαλος/καμιά μέθοδος/κανένα βιβλίο δε μπορεί να σε βοηθήσει αν…
    No teacher can help him if he himself won’t get down to studying.
    Κανείς δάσκαλος δεν μπορεί να τον βοηθήσει, αν ο ίδιος δε στρωθεί να διαβάσει.
     αντώνυμα: any, some
  2. μην το κάνεις, απαγορεύεται να το κάνεις
    No smoking - Μην καπνίζετε/Απαγορεύεται το κάπνισμα
  3. κανείς, χρησιμοποιείται για να εκφράσει το αντίθετο από αυτό που αναφέρεται
    I am no fool.
    Δεν είμαι κανένας βλάκας.
    He is no idiot; he very well knew what they meant.
    Δεν είναι κανείς χαζός· κατάλαβε καλά τι εννοούσαν.
     συνώνυμα: not a
  4. (there is no + ρήμα (-ing)) είναι αδύνατο να κάνει κάτι κανείς
    There is no denying this.
    Είναι αδύνατο να αρνηθεί κανείς αυτό.
    There is no stopping him.
    Είναι αδύνατο να τον σταματήσει κανείς.

Συγγενικά

Πηγές



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

no < n- + -o

Ουσιαστικό

no (eo)



Ιντερλίνγκουα (ia)

Επίρρημα

no (ia)



Ισπανικά (es)

Επίρρημα

no (et)



Ιταλικά (it)

Προφορά

 

Επίρρημα

no (it)



Λατινικά (la)

Ρήμα

no (la) nāre, nāvī, —



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Μόριο

no (pl)



Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

no < em + o

Συγχώνευση

no (pt)



Σλοβακικά (sk)

Επίρρημα

no (sk)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.