μόσχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μόσχος | οι | μόσχοι |
| γενική | του | μόσχου | των | μόσχων |
| αιτιατική | τον | μόσχο | τους | μόσχους |
| κλητική | μόσχε | μόσχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- μόσχος < αρχαία ελληνική μόσχος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μοσχάρι
Ετυμολογία 2
- μόσχος < ελληνιστική κοινή μόσχος < περσική مشک (mušk) (μόσχος) < μέση περσική *mušk < σανσκριτική मुष्क (muṣka: όρχις)[1], υποκοριστικό του मूष् (mūṣ: ποντίκι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *muh₂s (ποντίκι)
- (λαϊκότροπο) μόσκος
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.