ρέψιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρέψιμο τα ρεψίματα
      γενική του ρεψίματος των ρεψιμάτων
    αιτιατική το ρέψιμο τα ρεψίματα
     κλητική ρέψιμο ρεψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρέψιμο <
  1. ρεύομαι
  2. ρεύω

Ουσιαστικό

ρέψιμο ουδέτερο

  1. η απελευθέρωση αέρα κυρίως από τον οισοφάγο και το στομάχι μέσω του στόματος, η ερυγή
  2. η κατάρρευση (φυσική ή ψυχολογική)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.