όρχις
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | όρχις | οι | όρχεις |
| γενική | του | όρχεως | των | όρχεων |
| αιτιατική | τον | όρχι | τους | όρχεις |
| κλητική | όρχις | όρχεις | ||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όρχις < αρχαία ελληνική ὄρχις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.