βίδρα

Νέα ελληνικά (el)

Βίδρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βίδρα οι βίδρες
      γενική της βίδρας των βιδρών
    αιτιατική τη βίδρα τις βίδρες
     κλητική βίδρα βίδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίδρα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης vidra < πρωτοσλαβική *vydra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *udrós (υδρόβιο) < *wed- (νερό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvi.ðɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βίδρα

Ουσιαστικό

βίδρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.