βίδρα
Νέα ελληνικά (el)

Βίδρα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βίδρα | οι | βίδρες |
| γενική | της | βίδρας | των | βιδρών |
| αιτιατική | τη | βίδρα | τις | βίδρες |
| κλητική | βίδρα | βίδρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvi.ðɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βί‐δρα
-
βίδρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
βίδρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.