μοσχογαλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μοσχογαλή | οι | μοσχογαλές |
| γενική | της | μοσχογαλής | των | μοσχογαλών |
| αιτιατική | τη | μοσχογαλή | τις | μοσχογαλές |
| κλητική | μοσχογαλή | μοσχογαλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αφρικανική μοσχογαλή (Civettictis civetta)
Ουσιαστικό
μοσχογαλή θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των βιβεριδών, που ζει στην νοτιοανατολική Ασία, την Αφρική και τη νότια Ευρώπη. Από τους πρωκτικούς του αδένες εκκρίνεται υγρό με έντονη μυρωδιά μόσχου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
- Από κοπράνα μοσχογαλής ο πιο ακριβός καφές στον κόσμο! (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.