μοσχοβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μοσχοβολώ < μεσαιωνική ελληνική μοσχοβολώ[1] μόσχος + -βολώ (< αρχαία ελληνική βάλλω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /mo.sxo.voˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐σχο‐βο‐λώ
Ρήμα
μοσχοβολώ, πρτ.: μοσχοβολούσα, στ.μέλλ.: θα μοσχοβολήσω, αόρ.: μοσχοβόλησα
- μυρίζω πολύ όμορφα, ευωδιάζω, μοσχομυρίζω
- ↪τα ρούχα μοσχοβολούσαν μετά το πλύσιμο
- (λαϊκότροπο) μοσκοβολώ
Συγγενικά
Μεταφράσεις
- μοσχοβολώ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.