κανέλα
Νέα ελληνικά (el)

το δέντρο κανέλα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κανέλα | οι | κανέλες |
| γενική | της | κανέλας | — | |
| αιτιατική | την | κανέλα | τις | κανέλες |
| κλητική | κανέλα | κανέλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

το μπαχαρικό κανέλα
Ετυμολογία
- κανέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cannella < υστερολατινική cannella, υποκοριστικό του canna (καλάμι) < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική 𒄀 (qanû, καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾 (gi.na)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈne.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νέ‐λα
- ομόηχο: Κανέλλα
Ουσιαστικό
κανέλα θηλυκό
- (φυτό) μικρό αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Cinnamomum verum) που κατάγεται από την Κεϋλάνη, με ωοειδή φύλλα και πρασινωπά άνθη
- (μπαχαρικό) αρωματικό που παράγεται από τη φλούδα του ομώνυμου δέντρου
- καννέλλα (αντιγραμματισμός της ιταλικής γραφής)
- καννέλα (ετυμολογική γραφή)
Συνώνυμα
- κιννάμωμο
- κιννάμωμον
-
κανέλα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κανέλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.