μοσχοκάρυδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μοσχοκάρυδο | τα | μοσχοκάρυδα |
| γενική | του | μοσχοκάρυδου | των | μοσχοκάρυδων |
| αιτιατική | το | μοσχοκάρυδο | τα | μοσχοκάρυδα |
| κλητική | μοσχοκάρυδο | μοσχοκάρυδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

'Ατριφτο μοσχοκάρυδο.

Τριμμένο μοσχοκάρυδο.
Ουσιαστικό
μοσχοκάρυδο ουδέτερο
- μπαχαρικό που προέρχεται από διάφορα είδη δέντρων του γένους Myristica
Μεταφράσεις
μοσχοκάρυδο
|
Αναφορές
- μοσχοκάρυδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.