μοσχοκάρυδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μοσχοκάρυδο τα μοσχοκάρυδα
      γενική του μοσχοκάρυδου των μοσχοκάρυδων
    αιτιατική το μοσχοκάρυδο τα μοσχοκάρυδα
     κλητική μοσχοκάρυδο μοσχοκάρυδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
'Ατριφτο μοσχοκάρυδο.
Τριμμένο μοσχοκάρυδο.

Ετυμολογία

μοσχοκάρυδο < μοσχο- + καρύδα + -ο [1]

Ουσιαστικό

μοσχοκάρυδο ουδέτερο

  • μπαχαρικό που προέρχεται από διάφορα είδη δέντρων του γένους Myristica

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.