μόσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μόσκος | οι | μόσκοι |
| γενική | του | μόσκου | των | μόσκων |
| αιτιατική | τον | μόσκο | τους | μόσκους |
| κλητική | μόσκε | μόσκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.