μοσχομυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- μοσχομυριστός
- μοσχομύρισμα
Ταυτόσημο
- (λαϊκότροπο) μοσκομυρίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μοσχομυρίζω | μοσχομύριζα | θα μοσχομυρίζω | να μοσχομυρίζω | μοσχομυρίζοντας | |
| β' ενικ. | μοσχομυρίζεις | μοσχομύριζες | θα μοσχομυρίζεις | να μοσχομυρίζεις | μοσχομύριζε | |
| γ' ενικ. | μοσχομυρίζει | μοσχομύριζε | θα μοσχομυρίζει | να μοσχομυρίζει | ||
| α' πληθ. | μοσχομυρίζουμε | μοσχομυρίζαμε | θα μοσχομυρίζουμε | να μοσχομυρίζουμε | ||
| β' πληθ. | μοσχομυρίζετε | μοσχομυρίζατε | θα μοσχομυρίζετε | να μοσχομυρίζετε | μοσχομυρίζετε | |
| γ' πληθ. | μοσχομυρίζουν(ε) | μοσχομύριζαν μοσχομυρίζαν(ε) |
θα μοσχομυρίζουν(ε) | να μοσχομυρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μοσχομύρισα | θα μοσχομυρίσω | να μοσχομυρίσω | μοσχομυρίσει | ||
| β' ενικ. | μοσχομύρισες | θα μοσχομυρίσεις | να μοσχομυρίσεις | μοσχομύρισε | ||
| γ' ενικ. | μοσχομύρισε | θα μοσχομυρίσει | να μοσχομυρίσει | |||
| α' πληθ. | μοσχομυρίσαμε | θα μοσχομυρίσουμε | να μοσχομυρίσουμε | |||
| β' πληθ. | μοσχομυρίσατε | θα μοσχομυρίσετε | να μοσχομυρίσετε | μοσχομυρίστε | ||
| γ' πληθ. | μοσχομύρισαν μοσχομυρίσαν(ε) |
θα μοσχομυρίσουν(ε) | να μοσχομυρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μοσχομυρίσει | είχα μοσχομυρίσει | θα έχω μοσχομυρίσει | να έχω μοσχομυρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μοσχομυρίσει | είχες μοσχομυρίσει | θα έχεις μοσχομυρίσει | να έχεις μοσχομυρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μοσχομυρίσει | είχε μοσχομυρίσει | θα έχει μοσχομυρίσει | να έχει μοσχομυρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μοσχομυρίσει | είχαμε μοσχομυρίσει | θα έχουμε μοσχομυρίσει | να έχουμε μοσχομυρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μοσχομυρίσει | είχατε μοσχομυρίσει | θα έχετε μοσχομυρίσει | να έχετε μοσχομυρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μοσχομυρίσει | είχαν μοσχομυρίσει | θα έχουν μοσχομυρίσει | να έχουν μοσχομυρίσει |
| |
Μεταφράσεις
μοσχομυρίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.