μπλοκ

Νέα ελληνικά (el)

μπλοκ σημειώσεων
μπλοκ πολυκατοικιών στη Λετονία
τρεις βολεϊμπολίστες κάνουν μπλοκ

Ετυμολογία

μπλοκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική bloc ή από την αγγλική block[1] (συμπαγής μάζα ξύλου, πέτρας) < μέση αγγλική blok < παλαιά γαλλικά bloc [2] < μέση ολλανδική blok < παλαιά ολλανδικά *blok πρωτογερμανική *blukką < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰulǵ- < *bʰelǵ- (δοκός, σανίδα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈblok/

Ουσιαστικό

μπλοκ ουδέτερο άκλιτο

  1. δέσμη χάρτινων φύλλων με ποικίλο περιεχόμενο και για διάφορους σκοπούς, ενωμένων με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί κάποιος να κόψει ένα φύλλο από τη δέσμη και να το δώσει σε άλλον
    μπλοκ αποδείξεων, μπλοκ επιταγών, μπλοκ εισιτηρίων
    μπλοκ ζωγραφικής
  2. (μεταφορικά) ομάδα ομοειδών πραγμάτων
    μπλοκ πολυκατοικιών
  3. (μεταφορικά) ομάδα, σύνολο ή συνασπισμός ανθρώπων με κοινές επιδιώξεις ή χαρακτηριστικά
    αριστερό μπλοκ
     δείτε τις λέξεις κοινοπραξία, συμμαχία και συνασπισμός
  4. (αθλητισμός) ύψωση των χεριών των παικτών στο βόλεϊ, ώστε να αποκρουστεί το καρφί ή η μπαλιά των αντιπάλων
  5. (πληροφορική) σύνολο δεδομένων (λέξεων, χαρακτήρων κ.λπ.) που λαμβάνονται ως μια ενότητα
  6. (αρχιτεκτονική) συμπαγές κομμάτι οικοδομικού υλικού (με ποικίλη σύσταση)
    άλλες μορφές: μπλόκι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. μπλοκ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.