ύψωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ύψωση | οι | υψώσεις |
| γενική | της | ύψωσης* | των | υψώσεων |
| αιτιατική | την | ύψωση | τις | υψώσεις |
| κλητική | ύψωση | υψώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υψώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύψωση < αρχαία ελληνική ὕψωσις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.pso.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐ψω‐ση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.