συνασπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συνασπισμός | οι | συνασπισμοί |
| γενική | του | συνασπισμού | των | συνασπισμών |
| αιτιατική | τον | συνασπισμό | τους | συνασπισμούς |
| κλητική | συνασπισμέ | συνασπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνασπισμός < (ελληνιστική κοινή) συνασπισμός < σύν + ἀσπίς, στρατιωτικός όρος που υποδήλωνε την όμορη παράταξη πολεμιστών κατά την οποία ο κάθε στρατιώτης προφύλασσε τον διπλανό του με την ασπίδα του
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.na.spiˈzmos/
Ουσιαστικό
συνασπισμός αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συνασπίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.