μπλούκους
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπλούκους < (άμεσο δάνειο) ιταλική blocco (μπλόκο) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈblu.kus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπλού‐κους
Ουσιαστικό
μπλούκους αρσενικό
- (ιδιωματικό) το εμπόδιο
- (ιδιωματικό) παιχνίδι το οποίο παίζεται με ένα ντενεκεδένιο κουτί και μια μεγάλη πέτρα
Αναφορές
- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 206.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.