μπλοκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπλοκάρισμα | τα | μπλοκαρίσματα |
| γενική | του | μπλοκαρίσματος | των | μπλοκαρισμάτων |
| αιτιατική | το | μπλοκάρισμα | τα | μπλοκαρίσματα |
| κλητική | μπλοκάρισμα | μπλοκαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /bloˈka.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπλο‐κά‐ρι‐σμα
Αναφορές
- μπλοκάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.