μπλοκάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπλοκάκι τα μπλοκάκια
      γενική
    αιτιατική το μπλοκάκι τα μπλοκάκια
     κλητική μπλοκάκι μπλοκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπλοκάκι < μπλοκ + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /bloˈka.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπλοκάκι

Ουσιαστικό

μπλοκάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μπλοκ
  2. η ατομική επιχείρηση
      Τη δυνατότητα ίδρυσης ατομικής επιχείρησης (τα αποκαλούμενα μπλοκάκια) θα παρέχει πλατφόρμα υπό κατασκευή. Ο ενδιαφερόμενος δε θα χρειάζεται να επισκεφτεί ΕΦΚΑ, εφορία και ΓΕΜΗ, γλιτώνοντας ταλαιπωρία. (Μέσω διαδικτύου 19+1 νέες υπηρεσίες του Δημοσίου, Η Ναυτεμπορική, 06 Δεκεμβρίου 2021)
  3. (οικονομία, εργασιακή σχέση) μπλοκ με τιμολόγια ελεύθερου επαγγελματία για υπηρεσίες που παρέχει
    δουλεύω με μπλοκάκι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μπλοκ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.