μπαρκάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαρκάρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαρκάρω < ἰμπαρκάρω < ιταλική imbarcare [1] < barca < → δείτε τη λέξη βάρκα
Προφορά
- ΔΦΑ : /baɾˈka.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπαρ‐κά‐ρω
Ρήμα
μπαρκάρω, πρτ.: μπάρκαρα/μπαρκάριζα, αόρ.: μπάρκαρα/μπαρκάρισα, μτχ.π.π.: μπαρκαρισμένος [2] (χωρίς παθητική φωνή)
- επιβιβάζομαι σε πλοίο, για να ταξιδέψω ως μέλος του πληρώματος, ξεκινώ να εργάζομαι σε αυτό
- ※ Διονύσιος Ρώμας, 1906-1961. «Το ρεμπελιό των ποπολάρων» στις τριλογίες Περίπλους απόσπασμα@books.google
- ≈ συνώνυμα: ναυτολογούμαι
- επιβιβάζομαι σε πλοίο, για να ταξιδέψω ως επιβάτης
- (μεταβατικό) φορτώνω σε πλοίο εμπορεύματα-αγαθά
- μπαρκέρνω (λαϊκό)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επιβιβάζομαι σε πλοίο ως επιβάτης
- μπαρκάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.