φινίρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /fiˈni.ro/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐νί‐ρω
Ρήμα
φινίρω, πρτ.: φινίριζα, αόρ.: φινίρισα, παθ.φωνή: φινιρίζομαι, π.αόρ.: φινιρίστηκα, μτχ.π.π.: φινιρισμένος
- (λαϊκότροπο) κάνω τις τελευταίες επεξεργασίες σε κάτι
- (ιδιωματικό όπως στα Επτάνησα [4] ή λαϊκό)
- (αμετάβατο) τελειώνω, φαλιρίζω
- (αμετάβατο) τελειώνω, καταντάω εν τέλει
- ※ Διονύσιος Ρώμας, 1906-1961. «Το ρεμπελιό των ποπολάρων» στις τριλογίες Περίπλους απόσπασμα@books.google
Συγγενικά
- φινίρισμα
- φινιρισμένος
- φινιριστήριο
- φινάλε
- φίνις
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
φινίρω
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- φινιρισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.