εμορφιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμορφιά οι εμορφιές
      γενική της εμορφιάς των εμορφιών
    αιτιατική την εμορφιά τις εμορφιές
     κλητική εμορφιά εμορφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμορφιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐμορφιά < ἐμορφία < αρχαία ελληνική εὐμορφία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.moɾˈfça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμορφιά

Ουσιαστικό

εμορφιά θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.