φαμόζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαμόζος η φαμόζα το φαμόζο
      γενική του φαμόζου της φαμόζας του φαμόζου
    αιτιατική τον φαμόζο τη φαμόζα το φαμόζο
     κλητική φαμόζε φαμόζα φαμόζο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαμόζοι οι φαμόζες τα φαμόζα
      γενική των φαμόζων των φαμόζων των φαμόζων
    αιτιατική τους φαμόζους τις φαμόζες τα φαμόζα
     κλητική φαμόζοι φαμόζες φαμόζα
Συγκρίνετε με την κλίση του «γουστόζος».
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαμόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική famoso + < λατινική famosus

Προφορά

ΔΦΑ : /faˈmo.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φαμόζος

Επίθετο

φαμόζος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.