τσι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσι < συγκοπή των άρθρων της, τις, τους[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡si/ προσέγγιση ιδιωματικού κατά την προφορά της κοινής

Κλιτικός τύπος άρθρου

τσι και τση, τσ'

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης (Αθήνα: Ι.Ν. Σιδέρης, 1915), σ. 92.



Τσακωνικά (tsd)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈt͡si/ προσέγγιση ιδιωματικού κατά την προφορά της κοινής

Σύνδεσμος

τσι

  • άλλη μορφή του τσαι
    άλλες μορφές: τσ'

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

τσι;

Αναφορές

  1. σελ.213.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.