πλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλήρωμα | τα | πληρώματα |
| γενική | του | πληρώματος | των | πληρωμάτων |
| αιτιατική | το | πλήρωμα | τα | πληρώματα |
| κλητική | πλήρωμα | πληρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

πλήρωμα φινλανδικού πλοίου

πλήρωμα βρετανικού αεροσκάφους
Ετυμολογία
- πλήρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πλήρωμα ουδέτερο
- το προσωπικό, το σύνολο των ατόμων που χρησιμοποιείται σε ένα μεταφορικό μέσο εάν κατά τη μετακίνησή του χρειάζεται τουλάχιστον πάνω από ένα άτομο
- (ειδικότερα) το προσωπικό εκτός από τον επικεφαλής (καπετάνιο, κυβερνήτη κλπ)
- (εκκλησιαστική έκφραση) το σύνολο των πιστών του χριστιανισμού
- (καταχρηστικά) η πληρωμή
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.