πλήρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλήρωμα τα πληρώματα
      γενική του πληρώματος των πληρωμάτων
    αιτιατική το πλήρωμα τα πληρώματα
     κλητική πλήρωμα πληρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πλήρωμα φινλανδικού πλοίου
πλήρωμα βρετανικού αεροσκάφους

Ετυμολογία

πλήρωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλήρωμα ουδέτερο

  1. το προσωπικό, το σύνολο των ατόμων που χρησιμοποιείται σε ένα μεταφορικό μέσο εάν κατά τη μετακίνησή του χρειάζεται τουλάχιστον πάνω από ένα άτομο
  2. (ειδικότερα) το προσωπικό εκτός από τον επικεφαλής (καπετάνιο, κυβερνήτη κλπ)
  3. (εκκλησιαστική έκφραση) το σύνολο των πιστών του χριστιανισμού
  4. (καταχρηστικά) η πληρωμή

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.