ναυτολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ναυτολογούμαι | ναυτολογούμουν | θα ναυτολογούμαι | να ναυτολογούμαι | ||
| β' ενικ. | ναυτολογείσαι | ναυτολογούσουν | θα ναυτολογείσαι | να ναυτολογείσαι | ||
| γ' ενικ. | ναυτολογείται | ναυτολογούνταν | θα ναυτολογείται | να ναυτολογείται | ||
| α' πληθ. | ναυτολογούμαστε | ναυτολογούμασταν ναυτολογούμαστε |
θα ναυτολογούμαστε | να ναυτολογούμαστε | ||
| β' πληθ. | ναυτολογείστε | ναυτολογούσασταν ναυτολογούσαστε |
θα ναυτολογείστε | να ναυτολογείστε | ναυτολογείστε | |
| γ' πληθ. | ναυτολογούνται | ναυτολογούνταν | θα ναυτολογούνται | να ναυτολογούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ναυτολογήθηκα | θα ναυτολογηθώ | να ναυτολογηθώ | ναυτολογηθεί | ||
| β' ενικ. | ναυτολογήθηκες | θα ναυτολογηθείς | να ναυτολογηθείς | ναυτολογήσου | ||
| γ' ενικ. | ναυτολογήθηκε | θα ναυτολογηθεί | να ναυτολογηθεί | |||
| α' πληθ. | ναυτολογηθήκαμε | θα ναυτολογηθούμε | να ναυτολογηθούμε | |||
| β' πληθ. | ναυτολογηθήκατε | θα ναυτολογηθείτε | να ναυτολογηθείτε | ναυτολογηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ναυτολογήθηκαν ναυτολογηθήκαν(ε) |
θα ναυτολογηθούν(ε) | να ναυτολογηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ναυτολογηθεί | είχα ναυτολογηθεί | θα έχω ναυτολογηθεί | να έχω ναυτολογηθεί | ναυτολογημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ναυτολογηθεί | είχες ναυτολογηθεί | θα έχεις ναυτολογηθεί | να έχεις ναυτολογηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ναυτολογηθεί | είχε ναυτολογηθεί | θα έχει ναυτολογηθεί | να έχει ναυτολογηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ναυτολογηθεί | είχαμε ναυτολογηθεί | θα έχουμε ναυτολογηθεί | να έχουμε ναυτολογηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ναυτολογηθεί | είχατε ναυτολογηθεί | θα έχετε ναυτολογηθεί | να έχετε ναυτολογηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ναυτολογηθεί | είχαν ναυτολογηθεί | θα έχουν ναυτολογηθεί | να έχουν ναυτολογηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.