επιβάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιβάτης | οι | επιβάτες |
| γενική | του | επιβάτη | των | επιβατών |
| αιτιατική | τον | επιβάτη | τους | επιβάτες |
| κλητική | επιβάτη | επιβάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
επιβάτες λεωφορείου

επιβάτες μετρό

επιβάτες αεροπλάνου
Ετυμολογία
- επιβάτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβάτης (αρχαία σημασία: στρατιώτης μέσα σε πλοίο)[1] < ἐπιβαίνω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + -βάτης (βαίνω).
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈva.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐βά‐της
Ουσιαστικό
επιβάτης αρσενικό (θηλυκό επιβάτισσα, επιβάτρια ή επιβάτιδα λογιότερο)
- αυτός που κινείται με ένα μεταφορικό μέσο, ιδιωτικό ή δημόσιο, χωρίς να το οδηγεί ο ίδιος (και εφόσον δεν αποτελεί μέλος του πληρώματος)
Σύνθετα
Μεταφράσεις
επιβάτης
|
Αναφορές
- επιβάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.