bass

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός bass
συγκριτικός more bass
υπερθετικός most bass

bass (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bass basses

bass (en)

  1. (μουσική)
    1. ο μπάσος (τραγουδιστής)
    2. το μουσικό κλειδί του μπάσου
  2. (μουσικό όργανο)
    1. όργανο που έχει βαθύτερο ήχο από το όμοια της οικογένειάς του
    2. το μπάσο

Ουσιαστικό

bass (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.