μούσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μούσα | οι | μούσες |
| γενική | της | μούσας | των | μουσών |
| αιτιατική | τη | μούσα | τις | μούσες |
| κλητική | μούσα | μούσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μούσα < αρχαία ελληνική Μοῦσα / μοῦσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmu.sa/
Ουσιαστικό
μούσα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) κάθε μια από τις εννέα Μούσες, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδες των τεχνών
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) πρόσωπο που αποτελεί πηγή της έμπνευσης για έναν δημιουργό
Υπώνυμα
-
μούσα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μούσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.