Ουρανία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ουρανία | οι | Ουρανίες |
| γενική | της | Ουρανίας | — | |
| αιτιατική | την | Ουρανία | τις | Ουρανίες |
| κλητική | Ουρανία | Ουρανίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ουρανία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Οὐρανία < οὐράνιος < οὐρανός
Κύριο όνομα
Ουρανία θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα μούσες, προστάτιδα της αστρονομίας
- γυναικείο όνομα
-
Ουρανία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
