Πολύμνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Πολύμνια | οι | Πολύμνιες |
| γενική | της | Πολύμνιας | των | Πολυμνιών |
| αιτιατική | την | Πολύμνια | τις | Πολύμνιες |
| κλητική | Πολύμνια | Πολύμνιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πολύμνια < αρχαία ελληνική Πολύμνια
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.mni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πο‐λύ‐μνι‐α
Κύριο όνομα
Πολύμνια θηλυκό
-
Πολύμνια στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.