Πολύμνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πολύμνια οι Πολύμνιες
      γενική της Πολύμνιας των Πολυμνιών
    αιτιατική την Πολύμνια τις Πολύμνιες
     κλητική Πολύμνια Πολύμνιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πολύμνια < αρχαία ελληνική Πολύμνια

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.mni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πολύμνια

Κύριο όνομα

Πολύμνια θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα μούσες, η προστάτιδα της θρησκευτικής ποίησης αλλά και της γεωργίας, της γεωμετρίας και της μιμικής
  2. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.