Θάλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θάλεια οι Θάλειες
      γενική της Θάλειας
    αιτιατική τη Θάλεια τις Θάλειες
     κλητική Θάλεια Θάλειες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θάλεια< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θάλεια < θάλεια < θάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθa.li.a/ (ως γυναικείο όνομα, και /ˈθa.ʎa/)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θάλεια

Κύριο όνομα

Θάλεια θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα Μούσες, η προστάτιδα της κωμωδίας
  2. (ελληνική μυθολογία) μία από τις τρεις Χάριτες (μαζί με την Αγλαΐα και την Ευφροσύνη).
  3. γυναικείο όνομα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.