Μοῦσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Μοῦσᾰ | αἱ | Μοῦσαι |
| γενική | τῆς | Μούσης | τῶν | Μουσῶν επικός: Μουσάων |
| δοτική | τῇ | Μούσῃ | ταῖς | Μούσαις |
| αιτιατική | τὴν | Μοῦσᾰν | τὰς | Μούσᾱς |
| κλητική ὦ! | Μοῦσᾰ | Μοῦσαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μούσᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Μούσαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μοῦσα,[1] ήδη ομηρικό < αβέβαιης ετυμολογίας με πολλές εκδοχές: πιθανόν από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, *men*dʰeh₁- (σημασία που σχετίζεται με τη σκέψη, όπως στα μανία, μανθάνω, μνήμη, κ.ά.)
- Δεν σχετίζεται με τη λατινική mons, γενική montis, με ερμηνεία «νύμφη των βουνών».
- O Beekes[2] πιθανολογεί προελληνική προέλευση.
Κύριο όνομα
Μοῦσα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) η μούσα, μία από τις εννέα μούσες, θυγατέρες του Διός και της Μνημοσύνης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 491
- Ὀλυμπιάδες Μοῦσαι, Διὸς αἰγιόχοιο θυγατέρες
- ※ ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 1 (α), στίχ. 1
- Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσε·
- Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 491
- → δείτε και τη λέξη μοῦσα ως προσηγορικό ουσιαστικό
- αιολικός τύπος : Μοῖσα
- δωρικός τύπος : Μῶσα, λακωνικός τύπος : Μῶἁ
Σημειώσεις
- Οι εννέα μούσες σύμφωνα με την παράδοση όπως διαμορφώθηκε στα ελληνιστικά χρόνια και οι τέχνες που προστατεύουν:
Καλλιόπη (επική ποίηση), Κλειώ (ιστορία), Εὐτέρπη (λυρική ποίηση), Θάλεια(κωμωδία), Μελπομένη (τραγωδία), Τερψιχόρη (χορός), Ἐρατώ (λυρική ποίηση), Πολύμνια (ιερή ποίηση), Οὐρανία (αστρονομία) - (φιλολογία) συμβατικά, η ονομασία των τίτλων για τα βιβλία των Ἱστοριῶν του Ηρόδοτου
προσωνύμια των Μουσών
- Ἑλικωνιάδες (από το βουνό Ἑλικών)
- Πιερίδες
- → δείτε και τη λέξη Παρνασός
Συγγενικά
- ἀμουσία
- ἄμουσος
- ἀπόμουσος
- δύσμουσος
- κακομουσία
- Μουσαγέτας
- Μούσειος
- Μουσεῖον
- μουσεῖον & συγγενικά
- μουσίζω & σύνθετα
- μουσικός
- μουσική & συγγενικά
- μουσοδόνημα
- μουσοεργός
- μουσόληπτος
- μουσομανέω
- μουσομανής
- μουσομανία
- μουσομήτωρ
- μουσοπάτακτος
- μουσοποιέω
- μουσοποιός
- μουσοπόλος
- μουσουργία
- μουσουργός
- μουσόω & σύνθετα
- μουσῳδός
- μουσοφιλής
- μουσοφίλητος
- μουσοχαρής
- παράμουσος
- φιλομουσία
- φιλόμουσος
- -μουσος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -μουσος στο Βικιλεξικό
- Λέξεις μουσ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
- μούσα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- Μοῦσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μοῦσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.