μονοπώλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μονοπώλιο | τα | μονοπώλια |
| γενική | του | μονοπωλίου & μονοπώλιου |
των | μονοπωλίων |
| αιτιατική | το | μονοπώλιο | τα | μονοπώλια |
| κλητική | μονοπώλιο | μονοπώλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονοπώλιο < αρχαία ελληνική μονοπώλιον < μόνος + πωλέω
Ουσιαστικό
μονοπώλιο ουδέτερο
- (οικονομία) η κατάσταση κατά την οποία μία μόνο επιχείρηση ή φορέας έχει τη δυνατότητα να πωλεί ένα συγκεκριμένο προϊόν
- παλιότερα, τα σπίρτα ήταν κρατικό μονοπώλιο
- πολύ μεγάλου μεγέθους επιχείρηση η οποία δεσπόζει στην αγορά και μπορεί να επιβάλει σε αυτήν τους δικούς της όρους, αντίθετα με ό,τι προτάσσουν οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού
Συγγενικά
- αμονοπώλητος
- αντιμονοπωλιακά
- αντιμονοπωλιακός
- κρατικομονοπωλιακός
- μονοπωλημένος
- μονοπώληση
- μονοπωλιακά
- μονοπωλιακός
- μονοπωλιακώς
- μονοπωλώ
- → δείτε τις λέξεις μόνος και πωλώ
Μεταφράσεις
μονοπώλιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.